- σεκρετέρ
- το, Νάκλ. είδος επίπλου που χρησιμοποιείται ως γραφείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. secretaire «είδος γραφείου, γραμματοφυλάκιο» (βλ. λ. σεκρετάριος, σεκρέτο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μπιντερμάιερ — (Biedermeier). Συμβατικός όρος που χαρακτηρίζει έναν γερμανικό ρυθμό επίπλωσης. Αναπτύχθηκε μεταξύ 1815 και 1848 και πήρε την ονομασία του από ένα φανταστικό πρόσωπο το οποίο δύο συγγραφείς (ο Άντολφ Κουσμάουλ και ο Λούντβιχ Άιχροντ) ταύτισαν με… … Dictionary of Greek